- προτελέσαι
- προτελέωpayaor inf actπροτελέσαῑ , προτελέωpayaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτελώ — έω, Α [προτελής] 1. πληρώνω ως φόρο 2. πληρώνω, δαπανώ εκ τών προτέρων («ἔδει γὰρ προτελέσαι τι πρὸς τὰς θυσίας», Λουκ.) 3. δανείζω εκ τών προτέρων 4. προμυώ, προπαρασκευάζω κάποιον για ένα μυστήριο («ψυχὴ προκαθαίρεται ὥσπερ ἐν ἱεροῑς… … Dictionary of Greek